- αειθεηρ
- ἀειθεήρἀει-θεήρadj. m вечно бегущий (слово, вымышл. для этимол. обьяснения слова αἰθήρ) Plat. Γςατωμ. 410 β
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀειθεήρ — neut voc sg ἀειθεήρ neut acc sg ἀειθεήρ nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αειθεήρ — ἀειθεήρ ( ῆρος), ο (Α) λ. φτιαχτή τού Πλάτωνος, με την οποία παρετυμολογείται το ουσ. αἰθὴρ («τὸν δὲ αἰθέρα τῇδε πῃ ὑπολαμβάνω, ὅτι ἀεὶ θεῖ περὶ τὸν ἀέρα ῥέων ἀειθεὴρ δικαίως ἅν καλοῑτο», Πλάτ. Κρατύλος 410b) για την ορθή ετυμολ. βλ. αιθήρ … Dictionary of Greek